- μακροπρόθεσμος
- [макропрогэзмос]εκ. долгосрочный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μακροπρόθεσμος — η, ο 1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο») 2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. επίρρ... μακροπρόθεσμα 1. με… … Dictionary of Greek
μακροπρόθεσμος — η, ο επίρρ. α αυτός που λήγει έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα: Μακροπρόθεσμα μπορεί αυτή η ενέργεια να σου βγει σε κακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek